- φλοιώδεις
- φλοιώδηςlike rindmasc/fem acc plφλοιώδηςlike rindmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιχόνδρωμα — το, Ν ανατ. το χόνδρωμα που προέρχεται από το περιχόνδριο ή από τις φλοιώδεις στιβάδες τού οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χόνδρωμα*] … Dictionary of Greek